μαγνητοηλεκτρικός

μαγνητοηλεκτρικός
η , ό[ν] электромагнетический;

μαγνητοηλεκτρική μηχανή — магнето


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαγνητοηλεκτρικός" в других словарях:

  • μαγνητοηλεκτρικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ταυτόχρονα σε μαγνητικά και ηλεκτρικά φαινόμενα 2. φρ. «μαγνητοηλεκτρική μηχανή» μηχανή τής οποίας ο επαγωγέας αποτελείται από μόνιμο μαγνήτη …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»